πολυχώρητος
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ον,
A capacious, spacious, κόσμος PMag.Par.1.2828, cf. Sch.Theoc.13.46; of large area, Sophon. in de An.9.17 (Sup.): Comp., of larger area or of greater cubic content, Simp.in Cael.414.15, in Ph.291.18: Sup., Damian.Opt.3.
German (Pape)
[Seite 677] vielfassend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠχώρητος: -ον, ὁ πολλὰ χωρῶν, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 13. 46, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο/πολυχώρητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που χωρά πολλούς ή πολλά ευρύχωρος, πολύχωρος
αρχ.
αυτός που καταλαμβάνει μεγάλο χώρο, που απλώνεται σε μεγάλη έκταση
2. αυτός που έχει μεγάλη έκταση, μεγάλη επιφάνεια, μεγάλο εμβαδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χωρητός (< χωρῶ), πρβλ. ολιγο-χώρητος].