προκνημίς
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ῖδος, ἡ,
A covering for the leg, Plb.6.23.8, Ascl.Tact.1.2, Ael.Tact.2.8, Polyaen.6.4.3.
German (Pape)
[Seite 730] ῖδος, ἡ, Bedeckung des Unterschenkels; Pol. 6, 23, 8; Polyaen. 6, 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προκνημίς: ῖδος, ἡ, κάλυμμα τῆς κνήμης, Πολύβ. 6. 23, 8, Πολύαιν. 6. 4, 2.
French (Bailly abrégé)
ῖδος (ἡ) :
armure pour le devant de la jambe.
Étymologie: πρό, κνήμη.
Greek Monolingual
-ῑδος, ἡ, Α
κάλυμμα της κνήμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κνημίς (< κνήμη), πρβλ. περι-κνημίς.
Greek Monotonic
προκνημίς: -ίδος, ἡ, κάλυμμα για την κνήμη του ποδιού, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
προκνημίς: ῖδος ἡ прокнемида, наголенник Polyb.