προσκαταπλάσσω
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
A apply as a plaster, Heras ap. Gal.12.819, Paul.Aeg.3.81, Paraphr. Poet.de herb.86.
Greek Monolingual
ΜΑ
βάζω κατάπλασμα επί πλέον, εφαρμόζω ως έμπλαστρο επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταπλάσσω «επαλείφω, βάζω έμπλαστρο»].