ἰδιοπάθεια

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐοπάθεια Medium diacritics: ἰδιοπάθεια Low diacritics: ιδιοπάθεια Capitals: ΙΔΙΟΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: idiopátheia Transliteration B: idiopatheia Transliteration C: idiopatheia Beta Code: i)diopa/qeia

English (LSJ)

[ῐδ, πᾰ], ἡ, Medic.,

   A affection having a local origin, Gal. 8.31, al., Alex.Aphr.Pr.2.35.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιοπάθεια: ἡ, ἰδία ψυχικὴ πάθησις, τὸ αἰσθάνεσθαί τι μόνον δι᾿ ἑαυτόν, ἀντίθετον τῷ συμπάθεια, Γαλην. 7. 454, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 35.

Greek Monolingual

η (Α ἰδιοπάθεια) ιδιοπαθής
νόσος που έχει τοπική προέλευση
νεοελλ.
νόσος της οποίας η αιτιολογία είναι άγνωστη.