στημορραγέω

From LSJ
Revision as of 18:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στημορρᾰγέω Medium diacritics: στημορραγέω Low diacritics: στημορραγέω Capitals: ΣΤΗΜΟΡΡΑΓΕΩ
Transliteration A: stēmorragéō Transliteration B: stēmorrageō Transliteration C: stimorrageo Beta Code: sthmorrage/w

English (LSJ)

(ῥήγνυμι) intr.,

   A to be torn to shreds, λακίδες σ. ἐσθημάτων A.Pers.836.

Greek (Liddell-Scott)

στημορρᾰγέω: (√ΡΑΓ, ῥήγνυμι) ἀμεταβ., σχίζομαι εἰς τεμάχια, εἰς ῥάκη, στ. λακίδες ἐσθημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 836.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se rompre, éclater en parl. de la trame d’une étoffe.
Étymologie: στήμων, ῥήγνυμι.

Greek Monotonic

στημορρᾰγέω: αμτβ., σχίζομαι σε κομμάτια, σε ράκη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

στημορρᾰγέω: разрываться по основе, т. е. по ниточкам: λακίδες στημορραγοῦσι ἐσθημάτων Aesch. лохмотья одежд рвутся по ниткам.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στημορραγέω [στήμων, ῥήγνυμι] uiteengerafeld zijn.

Middle Liddell

στημορ-ρᾰγέω,
intr. to be torn to shreds, Aesch.