συνεζευγμένως

From LSJ
Revision as of 12:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεζευγμένως Medium diacritics: συνεζευγμένως Low diacritics: συνεζευγμένως Capitals: ΣΥΝΕΖΕΥΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synezeugménōs Transliteration B: synezeugmenōs Transliteration C: synezevgmenos Beta Code: sunezeugme/nws

English (LSJ)

Adv. part. pf. Pass.,

   A by pairs, Sch.Ar.Av.305.

German (Pape)

[Seite 1010] adv. part. perf. pass. von συζεύγνυμι, verbunden, gepaart, Schol. Ar. Av. 305.

Greek (Liddell-Scott)

συνεζευγμένως: Ἐπίρρ. μετ. παθ. πρκμ. τοῦ συζεύγνυμι, κατὰ ζεύγη, «ζευγαρωτά», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 305.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά ζεύγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεζευγμένος του συζευγνύω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά ζεύγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεζευγμένος του συζευγνύω + επιρρμ. κατάλ. -ως].