φιλοπρόβατος
From LSJ
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
English (LSJ)
ον,
A loving sheep, IG2.2453.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπρόβᾰτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ πρόβατα, χωρεῖν ἐπὶ τὴν μάνδραν τοῦ σωτῆρος ἔρωτι τῆς σύριγγος τοῦ φιλοπροβάτου ποιμένος Παλλάδ. ἐν Βίῳ Ἰω. Χρυσ. σ. 48Β, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ποιμένα) αυτός που αγαπά τα πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πρόβατος (< πρόβατον), πρβλ. μισο-πρόβατος].