πολυαλθής
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ές, (ἄλθος)
A curing many diseases, Dsc.3.146.
German (Pape)
[Seite 659] ές, viele Krankheiten heilend, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαλθής: ές. (ἄλθος) ὁ πολλὰς νόσους θεραπεύων, πολὺ ἰαματικός, Διοσκ. 3. 163.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που θεραπεύει πολλές νόσους, ο πολύ ιαματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ + -αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. ευ-αλθής, παν-αλθής].