πρόσδενδρος
From LSJ
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
English (LSJ)
ον,
A attached to trees, of creeping plants, Thphr.CP2.18.2.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσδενδρος: -ον, ὁ εἰς δένδρα προσκολλώμενος, ἐπὶ ἑρπυστικῶν φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ερπυστικά φυτά) αυτός που προσκολλάται σε δένδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά-δενδρος].