φιλιάζω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
A to be a friend, τινι LXX 2 Ch.20.37, BGU1141.18 (i B. C.), Olymp. Hist.p.470 D.; φιλιάζουσαι, title of mime by Herodas.
German (Pape)
[Seite 1278] Jemandes Freund sein, werden, τινί, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλιάζω: εἶμαι ἢ γίνομαι φίλος, τινὶ Ἑβδ. (Σειρὰχ. ΛΖ΄, 1, κ. ἀλλ.)· εἴς τινα μνημονεύεται ἐκ τοῦ Achmes.
Greek Monolingual
ΝΑ φιλία
νεοελλ.
1. (αμτβ.) συμφιλιώνομαι, φιλιώνω
2. (μτβ.) συνταιριάζω
αρχ.
1. είμαι ή γίνομαι φίλος κάποιου
2. (το θηλ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως κύριο όν.) Φιλιάζουσαι
τίτλος μίμου του Ηρώνδα.