ἀντήνωρ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ, (ἀνήρ)
A instead of a man, σποδὸς ἀ. dust for men, A.Ag.442.—In Il.as pr.n.
German (Pape)
[Seite 248] (ἀνήρ), ορος, statt des Mannes, σποδός Aesch. Ag. 430.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἀνὴρ) ἀντὶ ἀνδρός, ἀντήνορος σποδοῦ, σποδοῦ ἀντὶ ἀνδρός, Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 442. - Ἐν Ἰλ. ὡς κύρ. ὄνομα.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui tient la place d’un homme.
Étymologie: ἀντί, ἀνήρ.
Spanish (DGE)
-ορ
adj. que está en lugar de hombres σποδὸς ἀντήνωρ ceniza en lugar de hombres A.A.442, cf. A.D.Pron.5.6, Coni.233.6.
Greek Monolingual
ἀντήνωρ, ο, η (Α) ανήρ
φρ. «σποδός ἀντήνωρ» — στάχτη αντί για τον άντρα.
Greek Monotonic
ἀντήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ) αντί ανδρός, σποδὸς ἀντ., τέφρα αντί ανδρών, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντήνωρ: ορος adj. оставшийся вместо, т. е. от человека (σποδός Aesch.).