ἰχθύβοτος

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠβοτος Medium diacritics: ἰχθύβοτος Low diacritics: ιχθύβοτος Capitals: ΙΧΘΥΒΟΤΟΣ
Transliteration A: ichthýbotos Transliteration B: ichthybotos Transliteration C: ichthyvotos Beta Code: i)xqu/botos

English (LSJ)

ον,

   A fed on by fish, Opp.H.2.1, Epic.Oxy.213v.15.

German (Pape)

[Seite 1275] von Fischen beweidet; νομαί Opp. Hal. 2, 1; Nonn. par. 21, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθύβοτος: -ον, (τόπος) ἔνθα βόσκονται ἰχθύες, ἰχθύβοτοι νομαί Ὀππ. Ἁλ. 2. 1, Νόνν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. κα΄, 80.

Greek Monolingual

ἰχθύβοτος, -ον (Α)
περιοχή που τρέφει ψάρια, τόπος όπου βόσκουν τα ψάρια, επειδή βρίσκουν άφθονη τροφή («ἰχθύβοτοι νομαί», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. βού-βοτος, ιππό-βοτος].