ἕλκυσμα

From LSJ
Revision as of 12:36, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕλκυσμα Medium diacritics: ἕλκυσμα Low diacritics: έλκυσμα Capitals: ΕΛΚΥΣΜΑ
Transliteration A: hélkysma Transliteration B: helkysma Transliteration C: elkysma Beta Code: e(/lkusma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is drawn, i.e. spun wool, Hsch.s.v.ἀφρῖνον (pl.).    2 pl., κυνῶν ἑ. bodies torn by dogs, Man.4.200.    3 = σκωρία, dross of silver, because drawn off with a hook, Dsc.5.86, Gal.12.236, Orib.Fr. 90.

German (Pape)

[Seite 799] τό, das Gezogene, – a) gesponnene Wolle, VLL. – b) das Davongeschleppte, die Beute, Man. 4, 200. – c) der Abgang beim Schmelzen des Silbers, = σκωρία, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἕλκυσμα: τό, τὸ ἑλκόμενον, τὸ κλωθόμενον ἔριον, νῆμα, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀφρῖνον. 2) = ἕλκημα, σπάραγμα, κυνῶν θ’ ἑλκύσματα Μανέθων 4. 200. 3) = σκωρία ἀργύρου, ἡ δὲ τοῦ ἀργύρου σκωρία καλεῖται ἕλκυσμαἔγκαυμα Διοσκ. 5. 101.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 residuo, resto κάταγμα ... τὸ τοῦ ἐρίου ἕ. Ammon.Diff.255, τὰ ἑλκύσματα τῶν ἐρίων Hsch.s.u. ἀφρῖνον
desecho, plu. restos, despojos c. gen. subjet. οἰωνῶν κακὰ δεῖπνα, κυνῶν θ' ἑλκύσματα δεινά ref. a cuerpos desgarrados, Man.4.200, glos. a ἑλώρια Hsch., cf. Tz.Ex.66.12
esp. escoria de la plata ἡ δὲ τοῦ ἀργύρου σκωρία καλεῖται ἕ. Dsc.5.86, cf. Plin.HN 33.105, Gal.12.236, Eust.1094.56.
2 acción de traer o arrastrar hacia sí, arrastre, tracción ref. al tiro del arado ῥῆξαί τ' εἱλιπόδων ἑλκύσμασι τέλσον ἀρούρης y desgarrar el surco de la tierra con arados de bueyes trad. de Verg.Ecl.4.33 en Const.Or.S.C.20 (p.185.9)
tensión, tracción ref. el disparo del arco, Sch.A.Pers.147M. (p.81).
3 huella, marca, señal Phot.s.u. ὄνυχος ἕλκος.

Greek Monolingual

ἕλκυσμα, το (AM)
ο τρόπος ή το μέσο με το οποίο κάποιος έλκει, τραβά κάτι
αρχ.
1. το νήμα που τραβιέται ενώ κλώθεται
2. το έλκημα
3. η σκουριά του αργύρου.