πυριατός

From LSJ
Revision as of 13:08, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠριᾱτός Medium diacritics: πυριατός Low diacritics: πυριατός Capitals: ΠΥΡΙΑΤΟΣ
Transliteration A: pyriatós Transliteration B: pyriatos Transliteration C: pyriatos Beta Code: puriato/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A heated in or for a bath, κέραμος Gal.19.86; but πυριατόν· τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 822] durch das trockene Schwitzbad erwärmt, Sp. = πυριάτη.

Greek (Liddell-Scott)

πῠριᾱτός: -ή, -όν, θερμαινόμενος ἐν πυριατηρίῳ ἢ χρήσιμος πρὸς πυρίασιν, κέραμος, Γαλην.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πυριῶ
1. ο θερμαινόμενος σε λουτρό ή με λουτρό
2. (κατά τον Ησύχ.) «πυριατὸν τὸ ἑφθὸν πυρί, ὅ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος».