σκηνοποιέω
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
A make a tent or booth, Sm.Is.13.20, 22.15:—Med., form a canopy, Dsc.2.146:—but Med. in prop. sense, make oneself a tent or booth, Arist.Mete.348b35, Clearch.9, Plb.14.1.7, D.S.3.27.
German (Pape)
[Seite 895] ein Zelt, ein Hütte, Laube machen, Sp.; auch im med., wie Hdn. 7, 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνοποιέω: κατασκευάζω σκηνὴν ἢ καλύβην, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΙΓ΄, 20, ΚΒ΄, 15), Γρηγ. Ναζ. · οὕτως ἒν τῷ μέσῷ τύπῳ, Διοσκ. 2. 176· - ἀλλὰ τὸ μέσ. κυρίως, κατασκευάζω δι’ ἐμαυτὸν σκηνὴν ἢ καλύβην, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 12, 16, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 522Ε, Διόδ. 3. 27.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
construire une tente, une cabane;
Moy. σκηνοποιέομαι-οῦμαι;
1 m. sign.
2 se construire une tente, une cabane ; s’établir qqe part.
Étymologie: σκηνοποιός.