σιδηρεύω
From LSJ
ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
Full diacritics: σῐδηρεύω | Medium diacritics: σιδηρεύω | Low diacritics: σιδηρεύω | Capitals: ΣΙΔΗΡΕΥΩ |
Transliteration A: sidēreúō | Transliteration B: sidēreuō | Transliteration C: sidireyo | Beta Code: sidhreu/w |
A work in iron, Poll.7.105.
[Seite 879] Eisen graben, Eisen bearbeiten, Sp.
σῐδηρεύω: (σίδηρος) ἐργάζομαι τὸν σίδηρον, Πολυδ. Ζ΄, 105.
travailler le fer.
Étymologie: σίδηρος.
Α σίδηρος
κατεργάζομαι τον σίδηρο.