σαρκοτακής

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοτᾰκής Medium diacritics: σαρκοτακής Low diacritics: σαρκοτακής Capitals: ΣΑΡΚΟΤΑΚΗΣ
Transliteration A: sarkotakḗs Transliteration B: sarkotakēs Transliteration C: sarkotakis Beta Code: sarkotakh/s

English (LSJ)

ές, (τήκω)

   A wasting the flesh, νοῦσοι Procl.H.7.44.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοτᾰκής: -ές, (τήκω) ὁ τὴν σάρκα τήκων, φθείρων, νοῦσοι Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἀθην. 44.

Greek Monolingual

-ές, Α
(κυρίως για νόσο) αυτός που φθείρει τη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -τακής (< θ. τακ-, πρβλ. -τάκ-ην, παθ. αόρ. β' του τήκω «λειώνω, φθείρω»), πρβλ. γυιο-τακής].