στρογγυλόλοβος
From LSJ
Full diacritics: στρογγῠλόλοβος | Medium diacritics: στρογγυλόλοβος | Low diacritics: στρογγυλόλοβος | Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΛΟΒΟΣ |
Transliteration A: strongylólobos | Transliteration B: strongylolobos | Transliteration C: stroggylolovos | Beta Code: stroggulo/lobos |
ον,
A with round pods, ib.8.5.2.
[Seite 955] mit runder Schote (?).
-ον, Α
(για καρπό) αυτός που έχει στρογγυλό λουβίδι, στρογγυλό φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + λοβός «λουβίδι, φλοιός» (πρβλ. μακρό-λοβος)].