φιλόμαστος
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
ον,
A loving the breast, of young animals, A.Ag.142 (lyr.), 719 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1282] die Mutterbrust liebend, saugend, Aesch. Ag. 140. 701, von Thieren.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόμαστος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς μαστούς, ἐπὶ τῶν νεογνῶν ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 142, 720.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime encore la mamelle en parl. d’animaux.
Étymologie: φίλος, μαστός.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τα νεογνά ζώων) αυτός που αγαπά τους μαστούς, που του αρέσει ο θηλασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + μαστός (πρβλ. γυναικό-μαστος)].
Greek Monotonic
φῐλόμαστος: -ον, αυτός που αγαπά το στήθος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φιλόμαστος: тянущийся к материнским сосцам (δρόσοι λεόντων Aesch.).