χάλκινος

From LSJ
Revision as of 14:48, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάλκινος Medium diacritics: χάλκινος Low diacritics: χάλκινος Capitals: ΧΑΛΚΙΝΟΣ
Transliteration A: chálkinos Transliteration B: chalkinos Transliteration C: chalkinos Beta Code: xa/lkinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of bronze, νόμισμα OGI339.44 (Sestos, ii B. C.); διάδημα Ostr.Bodl. i 262 (ii B. C.); χαλκίνη (sc. δραχμή) PLond.2.380 (ii/iii A. D.).    II concerning or in bronze coin, λόγος PTeb.119.51 (ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

χάλκινος: -η, -ον, χαλκοῦς, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 757.

Greek Monolingual

-η, -ο / χάλκινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
κατασκευασμένος από χαλκό (α. «χάλκινα σκεύη» β. «νομίσματι χαλκίνωι», επιγρ.)
νεοελλ.
φρ. «χάλκινα όργανα» ή, απλώς, «τα χάλκινα»
μουσ. είδος αερόφωνων πνευστών, ορειχάλκινων κυρίως, οργάνων, τών οποίων ο ήχος παράγεται με τη δόνηση τών χειλιών και τα οποία διακρίνονται σε σάλπιγγες και κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].