χέλυδρος

From LSJ
Revision as of 21:11, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χέλυδρος Medium diacritics: χέλυδρος Low diacritics: χέλυδρος Capitals: ΧΕΛΥΔΡΟΣ
Transliteration A: chélydros Transliteration B: chelydros Transliteration C: chelydros Beta Code: xe/ludros

English (LSJ)

ὁ,

   A amphibious serpent, Nic.Th.411.    2 a kind of tortoise, Sch.Lyc.340.

German (Pape)

[Seite 1348] ὁ, 1) die Wasserschildkröte, Schol. Lycophr. 340. – 2) eine Schlangenart, die sich auch im Wasser aufhält, Nic. Ther. 411.

Greek (Liddell-Scott)

χέλυδρος: ὁ, ἀμφίβιός τις ὄφις, Νικ. Θηρ. 411 κἑξ., Οὐεργιλ. Γεωργ. 3. 415. 2) εἶδος χελώνης, ὑδροχελώνη, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 340.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
παλαιότερη ονομασία της νεροχελώνας χελύδρα
αρχ.
1. είδος αμφίβιου φιδιού
2. είδος νεροχελώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελ- του χέλυς «χελώνα» + -υδρος (< ύδωρ), πρβλ. χέρσ-υδρος].