ἀναπαυτικός

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπαυτικός Medium diacritics: ἀναπαυτικός Low diacritics: αναπαυτικός Capitals: ΑΝΑΠΑΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anapautikós Transliteration B: anapautikos Transliteration C: anapaftikos Beta Code: a)napautiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A giving rest, Ptol. Tetr.20.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀναπαυτικός, -ή, -όν) ἀναπαύω
αυτός που προσφέρει ανάπαυση, άνετος, ξεκούραστος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναπαυτικόν στρατιωτικό παράγγελμα για ανάπαυση, διακοπή.