ἄλεσμα

From LSJ
Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλεσμα Medium diacritics: ἄλεσμα Low diacritics: άλεσμα Capitals: ΑΛΕΣΜΑ
Transliteration A: álesma Transliteration B: alesma Transliteration C: alesma Beta Code: a)/lesma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything ground, ἐλαιῶν EM216.22.

German (Pape)

[Seite 93] τό, u. ἀλεσμός, ὁ, dasselbe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλεσμα: -ατος, τό, = ἄλευρον, Τζέτζ.

Greek Monolingual

το (Μ ἄλεσμα) ἀλῶ
αυτό που αλέστηκε, το προϊόν της άλεσης
νεοελλ.
1. το να αλέθει κανείς, η άλεση
2. αυτό που μεταφέρεται στον μύλο για να αλεστεί.