ἐνσπείρω

From LSJ
Revision as of 20:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνσπείρω Medium diacritics: ἐνσπείρω Low diacritics: ενσπείρω Capitals: ΕΝΣΠΕΙΡΩ
Transliteration A: enspeírō Transliteration B: enspeirō Transliteration C: enspeiro Beta Code: e)nspei/rw

English (LSJ)

Ep. ἐνισπ-,

   A sow in, ἐνισπείρας [ὀδόντας] πεδίοισιν A.R.3.1185:—Pass., ἡμῖν οὐδέν τι παραπλησία ψυχὴ τοῖς ἄλλοις ἐ. ζῴοις Jul. Or.6.194c; ὑπὸ φύσεως Iamb.Myst.3.27.

German (Pape)

[Seite 852] ep. ἐνισπείρω, einstreuen, einsäen, von Kadmos, ὀδόντας ἐνισπείρας πεδίοισι, Ap. Rh. 3, 1184; übertr., ὁ λόγος πολὺς ἤδη ἐνέσπαρται, es hat sich das Gerücht sehr verbreitet, Xen. Cyr. 5, 2, 30; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνσπείρω: σπείρω ἔν τινι τόπῳ, ὀδόντας πεδίῳ ἐνσπεῖραι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1185. - Παθ., μεταφ. διαδίδομαι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἐπὶ φημῶν, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 5. 2. 30.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἐνισπ- A.R.3.1185
I sembrar en c. ac. y dat. ἐνισπείρας (ὀδόντας) πεδίοισιν A.R.l.c.
II fig.
1 implantar, diseminar, extender en o por c. ac. y dat. τὴν Αἰολίδα τοῖς βαρβάροις ἐνσπειράντων φωνήν Lyd.Mag.1.5, πᾶσιν ἐνέσπειρεν δεσμὸν πυριβριθῆ ἔρωτος Orac.Chald.39.2, ἐνσπείρει γάρ τι τῶν ἀπᾳδόντων θεῷ Cyr.Al.Luc.1.89.18, en v. pas. ἡμῖν οὐδέν τι παραπλησία ψυχὴ τοῖς ἄλλοις ἐνέσπαρται ζῴοις Iul.Or.9.194c, οὐ δεῖ νομίζειν ταύτην (τὴν μαντικήν) ἐνσπείρεσθαι ἀπὸ φύσεως Iambl.Myst.3.27
tb. en v. med. τὸ ἐνσπείρεσθαι ψυχὰς σώμασιν Origenes Io.13.50.327
en perf. pas. estar diseminado, esparcido c. giro prep. (πολλά) ἐν τοῖς βιβλίοις ἐνέσπαρται Aristid.Or.50.25, ἐν ... τοῖς τρισὶ στοιχείοις τὸ πῦρ ... ἐνέσπαρται Clem.Al.Ex.Thdot.48.
2 impregnar, infundir c. dos ac. σὺ εἶ ὁ ἐκ παίδων με ἐνσπείρας ζωήν ref. Cristo A.Thom.A 144, c. ac. y rég. prep. ἀγαθὰς ... πράξεις ... διὰ τοῦ ἐνσπείροντος ἐν αὐτῇ Χριστοῦ Ammon.Io.96.5
inocular τὸν ἰὸν ἐνέσπειρε τὸν ἑαυτῆς Eva a Adán, Chrys.Iob 2.9.23.

Greek Monolingual

(AM ἐνσπείρω, Α και επικ. τ. ένισπείρω) σπείρω
διαδίδω, διασκορπίζω («ενέσπειρε πανικό στον στρατό»)
μσν.
εμφυτεύω
αρχ.
σπείρω σ' έναν τόπο.

Russian (Dvoretsky)

ἐνσπείρω: досл. (где-л.) рассеивать, перен. распространять (ὁ λόγος ἐνέσπαρται Xen. - v. l. ἔσπαρται).