Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίμοχθος

From LSJ
Revision as of 15:11, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Menander, fragment 761
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμοχθος Medium diacritics: ἐπίμοχθος Low diacritics: επίμοχθος Capitals: ΕΠΙΜΟΧΘΟΣ
Transliteration A: epímochthos Transliteration B: epimochthos Transliteration C: epimochthos Beta Code: e)pi/moxqos

English (LSJ)

ον,

   A toilsome, ἀρετά B.1.71, cf. Man. 4.248: gloss on πόνηρος, Sch.Ar.Pax383; γῆ Hp.Ep.17. Adv. -θως with toil, App.Pun.72; so neut., LXX Wi.15.7.

German (Pape)

[Seite 964] = ἐπίπονος, Sp., z. B. βίος Maneth. 4, 248. – Adv., App. Pun. 72.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμοχθος: -ον, πλήρης μόχθων, κοπιαστικός, ὡς τὸ ἐπίπονος, Μανέθων 4. 248, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 384. ― Ἐπίρρ. -θως, μετὰ κόπου, Ἀππ. Καρχηδ. 72· οὕτως οὐδ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 7).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίμοχθος, -ον) μόχθος
(για εργασία) αυτός που απαιτεί την καταβολή πολλού μόχθου, επίπονος, πολύ κοπιαστικός
αρχ.-μσν.
1. (για πρόσωπα) δραστήριος, αυτός που εργάζεται πολύ σκληρά
2. γεμάτος μόχθους, εκείνος τον οποίο ανέχεται ή διάγει κανείς με μεγάλη δυσκολία («τὴν ἐπίμοχθον ταύτην ζωήν»)
3. επώδυνος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίμοχθον
η εργατικότητα, η δραστηριότητα.