ἐπικώμιος
Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau
English (LSJ)
α, ον,
A of, at, or for a κῶμος or festal procession, ὄψ, ὕμνος, Pi.P.10.6, N.8.50; epith. of Apollo, IGRom.4.1539 (Erythrae); ἐπικώμια, τά, = ἐγκώμια, praises, Pi.N.6.32: sg., -κώμιον revel, Gloss.
German (Pape)
[Seite 955] auch ἐπικωμία ὄψ, Pind. N. 10, 6, = ἐγκώμιος, zum Lobe des Sieges gehörig, ὕμνος N. 8, 50, vgl. 6, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικώμιος: -α, -ον, ἐγκωμιαστικός, Ἱπποκλέᾳ ἐθέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα, «θέλοντές με τὴν ἔνδοξον καὶ ἐγκωμιαστικὴν τῶν χορευτῶν ἐπ’ αὐτὸν τὸν Ἱπποκλέα ἄγειν φωνὴν» (Σχολ.), Πινδ. Π. 10. 9· ἐπικώμιος ὕμνος Ν. 8. 85· ἐπικώμια, τά, = ἐγκώμια, αὐτόθι 6. 56: - ἴδε κῶμος.
English (Slater)
ἐπῐκώμῐος
1 celebrating a victory Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα (P. 10.6) ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι (N. 8.50) n. pro subs., victory song, ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια (sc. οἱ Βασσίδαι) (N. 6.32)
Greek Monolingual
ἐπικώμιος, -α, -ον (Α) επίκωμος
1. εγκωμιαστικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπικώμια
τα εγκώμια.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικώμιος: хвалебный, прославляющий (ὕμνος, ὄψ Pind.).