ἑλκυστάζω

Revision as of 21:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

Frequentat.of ἕλκω,

   A drag about, ἵνα μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων Il.23.187,24.21.

German (Pape)

[Seite 799] p. Verstärkung von ἑλκύω, part. praes., Il. 23, 187. 24, 21, vom Schleifen des Hektor.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκυστάζω: θαμιστικὸν τοῦ ἕλκω, σύρω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἵνα μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων Ἰλ. Ψ. 187, Ω. 21· πρβλ. ῥυστάζω.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés.
traîner, tirailler.
Étymologie: ἑλκύω.

English (Autenrieth)

parallel form of ἑλκέω, Il. 23.187 and Il. 24.21.

Spanish (DGE)

arrastrar con violencia ἵνα μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων Il.23.187, 24.21, cf. Eust.1295.32.

Greek Monolingual

ἑλκυστάζω (Α)
σέρνω εδώ κι εκεί.

Greek Monotonic

ἑλκυστάζω: θαμιστικό του ἕλκω, σέρνω εδώ κι εκεί, τραβολογώ, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκυστάζω: [intens. к ἕλκω тащить, волочить Hom.

Middle Liddell

ἑλκυστάζω,
Frequentat. of ἕλκω, to drag about, Il.