ὑπονέω

From LSJ
Revision as of 14:02, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")

ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπονέω Medium diacritics: ὑπονέω Low diacritics: υπονέω Capitals: ΥΠΟΝΕΩ
Transliteration A: hyponéō Transliteration B: hyponeō Transliteration C: yponeo Beta Code: u(pone/w

English (LSJ)

   A swim under, Arist.HA631a18, Ael.NA9.35; τοῖς φρυγάνοις ib.5.23:—Med., ὑπονησαμένη having dived under, passed under, Hp.Oss.18, as restored from Gal.19.149, cf. Erot.

German (Pape)

[Seite 1227] (s. νέω), unter od. darunter schwimmen, Ggstz μετεωρίζειν, Arist. H. A. 9, 48, untertauchen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπονέω: ὑποκολυμβάω, ἐφάνησαν (δύο δελφῖνες) ὑπονέοντες καὶ μετεωρίζοντες τῷ νώτῳ (δελφινίσκον μικρὸν τεθνηκότα) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 48, 3. - Μέσ., ὑπονησαμένη, ὑπελθοῦσα, Ἱππ. 279. 43, κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584.

Greek Monolingual

Α
κολυμπώ κάτω από την επιφάνεια του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + νέω (Ι) «πλέω, κολυμπώ»].
-άω, Α
διανοίγω χέρσα γη με άροτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < < ὑπ(ο)- + νεῶ (Ι) «καλλιεργώ τη γη»].

Russian (Dvoretsky)

ὑπονέω: уплывать вглубь, нырять (δελφῖνες ὑπονέοντες Arst.).