χειρόβιος

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρόβῐος Medium diacritics: χειρόβιος Low diacritics: χειρόβιος Capitals: ΧΕΙΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: cheiróbios Transliteration B: cheirobios Transliteration C: cheirovios Beta Code: xeiro/bios

English (LSJ)

ον,

   A living by handiwork, PEnteux. 82.7 (iii B.C.), Suid.

German (Pape)

[Seite 1345] von seiner Hände Arbeit lebend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόβιος: -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ ἔργου τῶν χειρῶν αὐτοῦ, «χειρόβιοι, οἱ ἐκ χειρῶν ζῶντες καὶ ταῖς τέχναις προσκαθήμενοι· λέγονται καὶ ἀποχειρόβιοι» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που δεν έχει άλλους πόρους εκτός από ό,τι κερδίζει δουλεύοντας με τα χέρια του, βιοπαλαιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + βίος «ζωή» (πρβλ. πολύ-βιος)].