ἀκμαστικός

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκμαστικός Medium diacritics: ἀκμαστικός Low diacritics: ακμαστικός Capitals: ΑΚΜΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: akmastikós Transliteration B: akmastikos Transliteration C: akmastikos Beta Code: a)kmastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = ἀκμαῖος, Hp. Septim.28; ἀ. πυρετός Gal.10.615, of a continuous fever; ἀ. πρόσωσα persons in their prime, Cat.Cod.Astr.2.173.    2 = ἀκμαῖος 1.2, σχήματα Hermog.Id.1.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκμαστικός: -ή, -όν, = ἀκμαῖος, ἀκμ. πυρετός, Γαλην. 10, 615, ἐπὶ συνεχοῦς πυρετοῦ, ὁπότε ἡ θερμοκρασία διατηρεῖται ὑψηλὴ διαρκῶς· ἐπίσης ὁμότονος. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Θεοδ. Μετοχ. 59.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que está en su momento culminante ἡλικία Hp.Hebd.28, cf. Gal.12.558, πρόσωπα Cat.Cod.Astr.2.173, πυρετός Gal.10.615
de pers. que está en la flor de la vida, en lo mejor de la edad subst. οἱ ἀκμαστικοί Steph.in Hp.Progn.188.25.
2 ret. culminante σχήματα Hermog.Id.1.10 (p.273).

Greek Monolingual

ἀκμαστικός, -ή, -ὸν (Α) ἀκμάζω
ο ακμαίος.