ἀναπόδεικτος

From LSJ
Revision as of 14:58, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόδεικτος Medium diacritics: ἀναπόδεικτος Low diacritics: αναπόδεικτος Capitals: ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: anapódeiktos Transliteration B: anapodeiktos Transliteration C: anapodeiktos Beta Code: a)napo/deiktos

English (LSJ)

ον,

   A not proved, undemonstrated, Lycurg.129, Arist.EN1143b12. Adv. -τως without proof, Plu.CG10.    II of first principles, indemonstrable, Pl.Def.415b, Arist.APr.53b2, 57b33, al.; ἀ. συλλογισμοί, of syllogisms, Chrysipp.Stoic.2.79, al. Adv. -τως S.E.P.1.173, Gal.17(2).160.    2 incapable of proof, Plu.Cor. 20.    III Act., furnishing no proof, PPar.15.3.62, cf. Stoic.2.90.

German (Pape)

[Seite 203] unerweislich, ἀρχή Plat. Def. 415 a; Arist. Eth. 6, 11, unerwiefen; ἀπόφασις Pol. 7, 18. – Adv. -δείκτως, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόδεικτος: -ον, ὁ μὴ ἀποδεδειγμένος, Λυκοῦργ. 166. 18, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 11, 6. ΙΙ. ὁ μὴ ἔχων χρείαν ἀποδείξεως, περὶ τῶν πρώτων ἀρχῶν ἢ ἀξιωμάτων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 2. 1, 7., 2. 5, 3, καὶ ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -τως Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 173, πρβλ. ἄμεσος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1indemostrado λόγος Lycurg.129, φάσις Arist.EN 1143b12, cf. Plb.7.13.2.
2 indemostrable ὑπόθεσις· ἀρχὴ ἀναπόδεικτος Pl.Def.415b, cf. Arist.MM 1197a22, συλλογισμός Chrysipp.Stoic.2.79, 71, αἰτία Plu.Cor.20, de postulados y axiomas, Procl.in Euc.183.16, 181.14, cf. Plu.2.720e.
3 no probatorio ἀντίδικος UPZ 161.61 (II a.C.), cf. 162.6.3, Chrysipp.Stoic.2.90.
II adv. -ως sin prueba τὸ προειρημένον ἀ. ἐρρίφθαι Phld.Rh.p.105Aur., cf. Plu.CG 10, S.E.P.1.173, Gal.17(2).160, Procl.in Euc.193.15, Clem.Al.Strom.2.3.10.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναπόδεικτος, -ον) ἀποδείκνυμι
1. αυτός που δεν έχει αποδειχθεί ή δεν μπορεί να αποδειχθεί, ανεξέλεγκτος
2. αυτός που δεν έχει ανάγκη αποδείξεως, που είναι από μόνος του αληθινός.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπόδεικτος:
1) недоказуемый Arst.;
2) недоказанный Plat., Arst., Plut.