ἀντιδιαίρεσις

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδιαίρεσις Medium diacritics: ἀντιδιαίρεσις Low diacritics: αντιδιαίρεσις Capitals: ΑΝΤΙΔΙΑΙΡΕΣΙΣ
Transliteration A: antidiaíresis Transliteration B: antidiairesis Transliteration C: antidiairesis Beta Code: a)ntidiai/resis

English (LSJ)

εως, ἡ, in Logic,

   A division by dichotomy, Plot.4.4.28, 6.3.10, D.L.7.61, Iamb.Myst.1.15.    II in Surgery, counterincision, Paul.Aeg.4.48.

German (Pape)

[Seite 251] ἡ, Gegenabtheilung, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδιαίρεσις: -εως, ἡ, ἐν τῇ λογικῇ, ἡ κατ’ ἐναντίωσιν διαίρεσις, ὑποδιαίρεσις, ἀντιδιαίρεσίς ἐστι γένους εἰς εἶδος τομὴ κατὰ τοὐναντίον, ὡς ἂν κατ’ ἀπόφασιν, οἷον ‘τῶν ὄντων τὰ μέν ἐστιν ἀγαθὰ τὰ δὲ οὐκ ἀγαθὰ’ Διογ. Λ. 7. 61, Πλωτῖν. 4. 4, 28., 6. 3, 10.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 lóg. división en dicotomías ἀ. δέ ἐστι γένους εἰς εἶδος τομὴ κατὰ τοὐναντίον Diog.Bab.Stoic.3.215, cf. D.L.7.61, Plot.4.4.28, 6.3.10, Iambl.Myst.1.15.
2 cirug. incisión o corte opuesto a otro ya existente, Gal.1.386, 11.128, Paul.Aeg.4.48.1.

Greek Monolingual

ἀντιδιαίρεσις, η (Α)
(Λογ.) διχοτομική υποδιαίρεση έννοιας γένους σε δύο έννοιες είδους αντιφατικά αντίθετες (π.χ., από τα όντα είναι άλλα αγαθά και άλλα μη αγαθά).

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδιαίρεσις: εως ἡ лог. разделение, противопоставление, различение Diog. L.