ἀργυρώνητος

From LSJ
Revision as of 13:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρώνητος Medium diacritics: ἀργυρώνητος Low diacritics: αργυρώνητος Capitals: ΑΡΓΥΡΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: argyrṓnētos Transliteration B: argyrōnētos Transliteration C: argyronitos Beta Code: a)rgurw/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A bought with silver, θεράποντες Hdt.4.72; ὑφαί A.Ag.949; ὁ ἀ., i. e. slave, Isoc.14.18; ἀ. σέθεν E.Alc.676; ἀ. ἄμπελος PAvrom.1A 16 (i B.C.), cf. PLond.2.198 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρώνητος: -ον, ὁ δι’ ἀργυρίου ἀγορασθείς, ἀργυρώνητοι οὐκ εἰσί σφι θεράποντες Ἡρόδ. 4. 72· φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους δ’ ὑφὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 949· ὁ ἀργ., δηλ. δοῦλος, δουλεύειν ἀντὶ τῶν ἀργυρωνήτων Ἰσοκρ. 300Β· ἀργυρ. σέθεν Εὐρ. Ἄλκ. 676.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
acheté à prix d’argent ; ὁ ἀργυρώνητος esclave acheté à prix d’argent.
Étymologie: ἄργυρος, ὠνέομαι.

Spanish (DGE)

(ἀργῠρώνητος) -ον
I 1comparado a precio de plata, preciado ὑφαί A.A.949.
2 comprado con dinero de servidores y esclavos, Hdt.4.72, op. a μισθωτός LXX Iu.4.10, a οἰκογενής D.S.1.70
ἄμπελος PAvrom.1a.16 (I a.C.).
II subst. ὁ ἀ. esclavo comprado ἀ. σέθεν E.Alc.676, οἱ μὲν οὐδὲν ἧττον τῶν ἀργυρωνήτων δουλεύουσιν Isoc.14.18, cf. 4.123, D.17.3, ὑπὸ ἀργυρωνήτων ... διακονεῖσθαι Timae.11, οἰκέτην ... ἢ ἀργυρώνητον LXX Ex.12.44, cf. Ge.17.12, 13, (κυρία) εὐαρέστη ἀργυρωνήτῳ Vit.Aesop.G.32, cf. BGU 1105.21 (I a.C.), Lyd.Mag.3.62.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀργυρώνητος, -ον)
αυτός που έχει εξαγοραστεί με χρήματα, που έχει δωροδοκηθεί, ο πουλημένος
αρχ.
ως ουσ. ο αγορασμένος με χρήματα, ο δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ωνητός < ωνούμαι «αγοράζω, παζαρεύω»].

Greek Monotonic

ἀργῠρώνητος: -ον, αυτός που έχει αγοραστεί με ασημένια νομίσματα, λέγεται για δούλο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρώνητος: II ὁ (купленный за деньги) раб Eur., Isocr.
купленный на деньги (ὑφαί Aesch.; θεράποντες Her.; μισθωτὸς ἢ ἀ. Plut.).

Middle Liddell

ὠνέομαι
bought with silver, Hdt., Aesch.