ἐκπροπίπτω
From LSJ
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
English (LSJ)
A fall down from, ὑψόθεν εἰς γαῖαν ib.324.
German (Pape)
[Seite 777] (s. πίπτω), herausfallen; ἐκπροπεσοῦσα Orph. Lith. 319.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπροπίπτω: καταπίπτω ἔκ τινος μέρους, ὑψόθεν εἰς γαῖαν Ὀρφ. Λιθ. 319.
Spanish (DGE)
caer desde, Ἀφροδίτη ὑψόθεν ἐς γαῖαν ἐκπροπεσοῦσα Orph.L.324.
Greek Monolingual
ἐκπροπίπτω (Α)
πέφτω κάτω από ψηλά.