ἐκκόπρωσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A cleansing from excrement: ἐ. τῆς κοιλίης emptying of the stomach by purging, Hp.Prog.15.
German (Pape)
[Seite 764] ἡ, das Fortschaffen des Kothes, κοιλίης, Entleerung des Leibes, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκόπρωσις: -εως, ἡ, ἀπαλλαγή, ἐκκαθάρισις ἀπὸ τῆς κόπρου, ἐκκόπρ. τῆς κοιλίας, διὰ καθαρσίου κένωσις τῆς κόπρου, Ἱππ. Προγν. 41.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ evacuación τῆς κοιλίης Hp.Prog.15.
Greek Monolingual
ἐκκόπρωσις, η (Α)
καθάρισμα από την κόπρο.