βαρύκομπος

From LSJ
Revision as of 17:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠκομπος Medium diacritics: βαρύκομπος Low diacritics: βαρύκομπος Capitals: ΒΑΡΥΚΟΜΠΟΣ
Transliteration A: barýkompos Transliteration B: barykompos Transliteration C: varykompos Beta Code: baru/kompos

English (LSJ)

ον,

   A loud-roaring, λέοντες Pi.P. 5.57.

English (Slater)

βᾰρύκομπος
   1 loud roaring βαρύκομποι λέοντες (P. 5.57)

Spanish (DGE)

(βᾰρύκομπος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
de sordo rugido λέοντες Pi.P.5.57.

Greek Monolingual

βαρύκομπος, -ον (Α)
φρ. «βαρύκομπος λέων» — αυτός που βρυχάται βαριά, δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + κόμπος «θόρυβος, κρότος»].

Russian (Dvoretsky)

βαρύκομπος: глухо рычащий (λέοντες Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύκομπος -ον βαρύς, κόμπος luid brullend, van leeuwen. Pind.