κενταυρίς
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = κενταύρειον τὸ μικρόν, Thphr.HP9.8.7, 9.14.1. II a kind of ear-ring, Com.Adesp.1034 (pl.). III female Centaur, Philostr.Im.2.3.
Greek (Liddell-Scott)
κενταυρίς: -ίδος, ἡ, = κενταύριον, Θεοφρ. π. Φυτ. 9. 8, 7. ΙΙ. εἶδος ἐνωτίου, Κωμ. Ἀποσπ. 5, σ. 398, Πολυδ. Ε΄, 97.
Greek Monolingual
κενταυρίς, ἡ (Α) κένταυρος
1. το φυτό μικρό κενταύριο
2. είδος σκουλαρικιού
3. θηλ. του κένταυρος, η κενταυρίδα.