λωποδυσία

From LSJ
Revision as of 22:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωποδῠσία Medium diacritics: λωποδυσία Low diacritics: λωποδυσία Capitals: ΛΩΠΟΔΥΣΙΑ
Transliteration A: lōpodysía Transliteration B: lōpodysia Transliteration C: lopodysia Beta Code: lwpodusi/a

English (LSJ)

ἡ, (λῶπος, δύω) prop.

   A slipping into another's clothes: hence, highway-robbery, J.BJ4.3.4 (pl.), Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

λωποδῠσία: ἡ, κλοπὴ ἐνδυμάτων, «ξεγύμνωμα», λῄστευσις, Γλωσσ.· ― λωποδῠσίου δίκη, καταγγελία ἐπὶ λῃστείᾳ, λωποδυσίᾳ, Ἑρμογέν.· πρβλ. Att. Process. σ. 360.

Greek Monolingual

η (Α λωποδυσία και λωποδυτία) λωποδύτης
ξεγύμνωμα, επιτήδεια κλοπή, ιδίως αντικειμένων μικρής αξίας
αρχ.
κλοπή ενδυμάτων.