μαλθακόφωνος

From LSJ
Revision as of 03:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλθᾰκόφωνος Medium diacritics: μαλθακόφωνος Low diacritics: μαλθακόφωνος Capitals: ΜΑΛΘΑΚΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: malthakóphōnos Transliteration B: malthakophōnos Transliteration C: malthakofonos Beta Code: malqako/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A soft-voiced, ἀοιδά Pi.I.2.8.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθᾰκόφωνος: -ον, ὁ μετὰ μαλακῆς φωνῆς, ἀοιδὴ Πινδ. Ι. 2. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix douce, harmonieuse.
Étymologie: μαλθακός, φωνή.

English (Slater)

μαλθᾰκόφωνος, -ον
   1 soft voiced μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (I. 2.8)

Greek Monolingual

μαλθακόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλθακός + φωνή.

Greek Monotonic

μαλθᾰκόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει απαλή φωνή, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μαλθᾱκόφωνος: сладкозвучный (ἀοιδή Pind.).

Middle Liddell

μαλθᾰκό-φωνος, ον φωνή
soft-voiced, Pind.