μιλτόπρεπτος

From LSJ
Revision as of 00:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιλτόπρεπτος Medium diacritics: μιλτόπρεπτος Low diacritics: μιλτόπρεπτος Capitals: ΜΙΛΤΟΠΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: miltópreptos Transliteration B: miltopreptos Transliteration C: miltopreptos Beta Code: milto/preptos

English (LSJ)

ον,

   A bright-red, A.Fr.116.

German (Pape)

[Seite 186] roth aussehend, Aesch. frg. 107 bei Ath. II, 51 d. Bei Eust. 1254, 26 steht μιλτοπρέποις.

Greek (Liddell-Scott)

μιλτόπρεπτος: -ον, ὁ ἔχων λαμπρὸν ἐρυθρὸν χρῶμα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 114. ― Ἀλλὰ παρ’ Εὐσταθίῳ 1254, 27 γράφεται μιλτόπρεπος, «μιλτοπρέποις, ἤγουν ἐρυθροῖς».

Greek Monolingual

μιλτόπρεπτος, -ον και, κατά τον Ευστ., μιλτόπρεπος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρό κόκκινο χρώμα, όπως η μίλτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + -πρεπτος και -πρεπος (< πρέπω), πρβλ. θεό-πρεπτος].

Russian (Dvoretsky)

μιλτόπρεπτος: ярко-красный Aesch.