πονηροκάρδιος

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονηροκάρδιος Medium diacritics: πονηροκάρδιος Low diacritics: πονηροκάρδιος Capitals: ΠΟΝΗΡΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: ponērokárdios Transliteration B: ponērokardios Transliteration C: ponirokardios Beta Code: ponhroka/rdios

English (LSJ)

ον,

   A bad-hearted, Gloss.

German (Pape)

[Seite 680] böses Herzens, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πονηροκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων πονηράν, κακὴν καρδίαν, μοχθηρός, Κ. Μανασσ. Χρον. 4411.

Greek Monolingual

-ον, αυτός που έχει πονηρή, κακή καρδιά, μοχθηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + καρδία (πρβλ. μελανο-κάρδιος)].