στρογγυλοπρόσωπος

Revision as of 03:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A round-faced, Arist.HA495a2, Phgn.807b33, PPetr.3p.4 (iii B.C.), PCair.Zen.76.9 (iii B.C., τρ-), PGrenf.1.25 (2).12 (ii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 955] mit rundem Gesichte, Arist. H. A. 1, 6 physiogn. 3.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων στρογγύλον πρόσωπον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 4, Φυσιογν. 3, 5.

Greek Monolingual

-η, -ο / στρογγυλοπρόσωπος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει στρογγυλό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μικρο-πρόσωπος.

Russian (Dvoretsky)

στρογγῠλοπρόσωπος: круглолицый Arst.