σκορπιώδης

From LSJ
Revision as of 19:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορπιώδης Medium diacritics: σκορπιώδης Low diacritics: σκορπιώδης Capitals: ΣΚΟΡΠΙΩΔΗΣ
Transliteration A: skorpiṓdēs Transliteration B: skorpiōdēs Transliteration C: skorpiodis Beta Code: skorpiw/dhs

English (LSJ)

ες, metaph.,

   A scorpion-like, Ph.2.576; malignant, Poll.6.125, Procop.Arc.1, Eust.851.52.    II τὸ σκορπιῶδες, Chelifer cancroïdes, an insect found in books, Arist.HA532a19, cf. 557b10.

German (Pape)

[Seite 905] ες, zsgzgn statt σκορπιοειδής, Arist. H. A. 4, 7.

Greek (Liddell-Scott)

σκορπιώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ σκορπιοειδής· - μεταφορ., ὅμοιος σκορπίῳ, Φίλων 2. 576· κακός, δυσμενής, ἄγριος, Πολυδ. Ϛ΄, 125, Εὐστ. 851. 52. ΙΙ. τὸ σκορπιῶδες, ἔντομόν τι εὑρισκόμενον ἐν βιβλίοις, τὸ Chelifer cancroïdes, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 7, πρβλ. 5. 32, 3.

Greek Monolingual

-ῶδες, ΜΑ σκορπίος
1. όμοιος με σκορπιό, σκορπιοειδής
2. μτφ. (για πρόσ.) κακός, άγριος, σκληρός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκορπιῶδες
είδος εντόμου.