μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Full diacritics: χοροκτόνος | Medium diacritics: χοροκτόνος | Low diacritics: χοροκτόνος | Capitals: ΧΟΡΟΚΤΟΝΟΣ |
Transliteration A: choroktónos | Transliteration B: choroktonos | Transliteration C: choroktonos | Beta Code: xorokto/nos |
ον,
A choir-destroying, Strattis 15.
χοροκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων, καταστρέφων τὸν χορόν, Στράττις παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 406.
-ον, Α
αυτός που καταστρέφει τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. πατρο-κτόνος.