ὀθονιοπώλης
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
ου, ὁ,
A linen-merchant, UPZ109.13 (i B. C.), v.l. in Dsc.5.134 ; = lintearius, Gloss.
German (Pape)
[Seite 296] ὁ, Leinwandhändler.
Greek (Liddell-Scott)
ὀθονιοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ὀθόνια, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὀθονιοπώλης, ὁ (Μ)
αυτός που πουλά οθόνια, έμπορος λινών υφασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀθόνιον + -πώλης (< πωλῶ)].