σκηπάνη

From LSJ
Revision as of 19:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηπάνη Medium diacritics: σκηπάνη Low diacritics: σκηπάνη Capitals: ΣΚΗΠΑΝΗ
Transliteration A: skēpánē Transliteration B: skēpanē Transliteration C: skipani Beta Code: skhpa/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A staff, Sch.D.T.p.196 H.; Dim. σκηπάνιον [ᾰ], τό, Il.13.59, 24.247, Call.Fr.anon.48, AP6.83 (Maced.); Dor. σκᾱπάνιον Hsch., Phot. s.v. σκίπων.

Greek (Liddell-Scott)

σκηπάνη: [ᾰ], ἡ, Α. Β. 794· ὑποκορ. σκηπάνιον, τό, Ἰλ. Ν. 59, Ω. 247· «βακτηρίασκῆπτρον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. βακτηρία, μπαστούνι
2. σκήπτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκηπ- του σκήπτω «ακουμπώ, στηρίζω» + επίθημα -άνη (πρβλ. σκαπ-άνη)].