κατανοητέον
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
A one must observe, learn, Pl.Plt.305c, Porph.Marc.27; one must consider, πάλιν περί τινος Ph.1.83.
Greek (Liddell-Scott)
κατανοητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει νὰ μάθῃ τις, νὰ παρατηρήσῃ, Πλάτ. Πολιτ. 305C.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατανοητέον, adj. verb. van κατανοέω, men moet beseffen.