ἀλλόχρως

From LSJ
Revision as of 13:26, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

German (Pape)

[Seite 107] ωτος, dasselbe, Theophr.; fremd aussehend, nom., Eur. Andr. 879 Phoen. 138.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ωτος;
1 de couleur autre;
2 d’aspect étranger.
Étymologie: ἄλλος, χρώς.

Greek Monolingual

ἀλλόχρως (-ωτος), ο, η (Α)
αυτός που έχει άλλη, παράξενη μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + χρώς.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλόχρως: 2, gen. ωτος странный на вид, чужой (ἀ., μιξοβάρβαρος Eur.).

Middle Liddell

[cf. ἀλλόχροος ἄλλος, χρόα
looking strange or foreign, Eur.