γαμόρος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ὁ, Dor. for γημόρος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 473] dor. = γημόρος, s. γεωμόρος.
Greek (Liddell-Scott)
γᾱμόρος: Δωρ. ἀντὶ γημόρος.
French (Bailly abrégé)
dor. c. γεωμόρος.
Spanish (DGE)
v. γεωμόρος.
Greek Monolingual
ο
βλ. γεωμόρος.
Greek Monotonic
γᾱμόρος: ὁ, Δωρ. αντί γημόρος.
Russian (Dvoretsky)
γᾱμόρος: дор. = γεωμόρος.