στέναγμα

From LSJ
Revision as of 08:53, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέναγμα Medium diacritics: στέναγμα Low diacritics: στέναγμα Capitals: ΣΤΕΝΑΓΜΑ
Transliteration A: sténagma Transliteration B: stenagma Transliteration C: stenagma Beta Code: ste/nagma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sigh, groan, moan, S.OT5, E.Or.1326, Heracl. 478, Ar.Ec.367 (all in pl.), etc.

German (Pape)

[Seite 935] τό, das Geseufze; Soph. O. R. 5; ἄξια στεναγμάτων, Eur. Or. 1326; Heracl. 479.

Greek (Liddell-Scott)

στέναγμα: τό, στεναγμός, γογγυσμός, Σοφ. Ο. Τ. 5, Εὐρ. Ὀρ. 1326, Ἡρακλ. 478, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 367, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
gémissement.
Étymologie: στενάζω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ στενάζω
στεναγμός.

Greek Monotonic

στέναγμα: -ατος, τό, αναστεναγμός, βαριαναστεναγμός, βογκητό, γογγυσμός, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

στέναγμα: ατος τό стон Soph., Eur., Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέναγμα -ατος, τό [στενάζω] zucht, weeklacht.

Middle Liddell

στέναγμα, ατος, τό,
a sigh, groan, moan, Soph., Eur.